- υπερθαλασσιδιος
- ὑπερθαλασσίδιοςὑπερ-θᾰλασσίδιος2лежащий за приморской полосой, т.е. глубинный
(χῶροι Her. - v. l. ὑπὲρ τῶν θαλασσιδίων χώρων)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(χῶροι Her. - v. l. ὑπὲρ τῶν θαλασσιδίων χώρων)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υπερθαλασσίδιος — ία, ον, Α (για εδαφικές εκτάσεις) αυτός που υψώνεται πάνω από την ακτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + θάλασσα + κατάλ. ίδιος (πρβλ. παρα θαλασσ ίδιος)] … Dictionary of Greek
υπερθάλασσος — ον, Α ὑπερθαλασσίδιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + θάλασσος (< θάλασσα), πρβλ. αμφι θάλασσος] … Dictionary of Greek